- αιτιολόγηση
- [-ις (-εως)] η1) обоснование, аргументация, мотивировка; объяснение (поступка, действия); 2) отговорка, предлог; 3) филос, причинность, причинная связь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιτιολόγηση — αιτιολόγηση, η και αιτιολογία, η εύρεση της αιτίας, δικαιολογία: Η αιτιολόγηση του πράγματος δεν είναι τόσο εύκολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολόγηση — η [αἰτιολογῶ] η αιτιολογία … Dictionary of Greek
γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά … Dictionary of Greek
αιτιολογία — η (Α αἰτιολογία) [αἰτιολογῶ] η παράθεση των λόγων, η εξήγηση τής αιτίας που προκαλεί κάτι, αιτιολόγηση, δικαιολογία … Dictionary of Greek
αιτιολογώ — ( έω) (Α αἰτιολογῶ) ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ νεοελλ. διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + λογώ < λογος < λέγω. ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός αρχ … Dictionary of Greek
αιτιολόγημα — αἰτιολόγημα, το (Α) [αἰτιολογῶ] αυτό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αιτιολόγηση, δικαιολογία … Dictionary of Greek
αναιτιολόγητος — η, ο (Α ἀναιτιολόγητος, ον) [αἰτιολογῶ] αδικαιολόγητος, ανεξήγητος νεοελλ. αυτός που δεν καλύπτεται από επαρκή αιτιολόγηση … Dictionary of Greek
δογματισμός — ο (AM δογματισμός) [δογματίζω] νεοελλ. 1. (φιλοσ.) φιλοσοφία που στηρίζεται στη δυνατότητα γνώσεως με τη λογική δύναμη χωρίς να ελέγχονται τα όρια της 2. αποφθεγματική διατύπωση αξιωμάτων χωρίς αιτιολόγηση ή απόδειξη αρχ. μσν. διδασκαλία για τα… … Dictionary of Greek
ρασιοναλιζασιόν — η, Ν 1. (ψυχολ.) η εκ τών υστέρων αιτιολόγηση μιας συγκεκριμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς τού ατόμου 2. (ψυχαν.) η διαδικασία τής εξήγησης και αιτιολόγησης ενός συμπτώματος, μιας αμυντικής ενέργειας ή μιας νευρικής κρίσης τού ατόμου, και η… … Dictionary of Greek
χέλυς — υος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χελυΐδες αρχ. 1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.) 2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν» … Dictionary of Greek
Κόλμπεργκ, Λόρενς — (Lawrence Kohlberg, Νέα Υόρκη 1927 – 1987). Αμερικανός ψυχολόγος. Έλαβε το πτυχίο ψυχολογίας παρακολουθώντας μόλις ένα έτος σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1958 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του με θέμα τη λήψη ηθικών αποφάσεων,… … Dictionary of Greek